Παγκόσμια Ημέρα Ηλικιωμένων
Η 1η Οκτωβρίου έχει ορισθεί ως η "Παγκόσμια Ημέρα Ηλικιωμένων" .Διαφωνώ
με κάθε ορισμό "Παγκόσμιας Ημέρας" , ομως επιτρέψτε μου να μοιραστώ μαζί
σας μερικές σκέψεις , και ενα τρυφερό κειμενο, με αφορμή αυτή την
ημέρα , μαζί με όλους τους Συναδέλφους που εργάζοντε στα " Κέντρα
Ημερήσιας Φροντίδας Ηλικιωμένων" σε 'ολη την Ελλάδα. Εμείς λοιπόν που η
καθημερινότητά μας είναι η φροντίδα των ηλικιωμένων ανθρώπων που
παλεψαν σχεδόν εναν αιωνα στη ζωή τους αναμεσα σε πολεμους , ορφάνιες ,
φτώχειες, προδοσίες, δικτατορίες, θανάτους, αρρωστιες, χωρισμούς ,
αποχωρισμούς , ξενιτεμούς , προσφυγειές, και πονους σωματικούς και
ψυχικούς,κατατρεγμούς , αδικείες , ανέχειες ...δυσκολίες πολλές
μεγάλωσαν σπουδασαν αποκατέστησαν παιδιά εγγόνια...δισέγγονα!!!! Τωρα
στην τελική ευθεία, εμείς στα " Κεντρα Ημερήσια Φροντίδας Ηλικιωμένων"
φροντίζουμε την σωματική και ψυχική τους υγεία στα πολυκουρασμένα και
πολυλαβωμένα τους κορμιά , απαλύνουμε την ανημποριά τους , τη μοναξιά
τους , τους φόβους τους, τις ανασφάλειες τους , μοιραζόμαστε τις
αναμνήσεις τους ...καλές και κακές και τέλος τους προσφέρουμε κι ένα
πιατο ξεκουραστο φαγητό στους πολυκουρασμένους αυτούς ανθρωπους που τόσα
πολλά τους οφείλουμε!!!! σαν πολίτες και σαν πολιτεία !!!!
Αλλωστε η φροντίδα των ηλικιωμένων άνθρωπων σε μια κοινωνία
είναι δείγμα του πολιτισμού της !!!!!
Νοιώθουμε τυχεροί οσοι εργαζόμαστε στις δομές αυτές!!!!!
-Το κομμάτι αυτό το βρήκα πολύ τρυφερό....και θελησα να το μοιραστώ μαζί
σας
-Μιχάλης Γκανάς, «Τα χέρια»
“Κοιτάζει τα χέρια της. Πώς έγιναν έτσι; Πού βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της;
Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα
κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που
μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν.
Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν
αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το
παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι
ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της “πού τα ‘μαθες αυτά μω
γυναίκα;”
Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα
της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν
προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.
Και τι δεν τράβηξαν
αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα
χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της,
αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.
Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα
τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα
χώσει στην περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα
βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του ‘πε ότι
κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της; Τόσα χρόνια δεν
γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω
τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε
αυτά.
Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται
και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε
σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει.
Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα.
Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται
και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα
πλένει, τα ξαναπλένει, δεν λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι
που γλιστρούν απαλά, το ένα μέσα στο άλλο, “κοίτα”, λέει, “που μ’ έβαλαν
να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα” και γελάει από μέσα της που
δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια,
σαν να ‘χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα
δάκρυα.”